Μια μέρα, στο σχόλασμα, η δασκάλα μαζί με τον γιο μου μού παρέδωσε και ένα μάτσο από ραβασάκια. Τον είχε πιάσει επ’ αυτοφώρω να τα μοιράζει στους συμμαθητές του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε μια «σκανδαλιά», όπως τις αποκαλεί ο ίδιος, αλλά ήταν η πρώτη που επιστράτευε γι’ αυτόν το σκοπό τις νεοαποκτηθείσες ικανότητές του στον γραπτό λόγο. Επιστρέφοντας στο σπίτι, προσπάθησα να διακωμωδήσω την κατάσταση στο Facebook, περιγράφοντας το περιστατικό σε μια ανάρτησή μου: «Τα καλά νέα είναι ότι ο Φίλιππος έμαθε να γράφει. Τα κακά, ότι μοίρασε στους συμμαθητές του χαρτάκια με τις λέξεις “κακά” και “ποπός”».
Αρκετοί φίλοι στα social media φάνηκε να το διασκεδάζουν, αν κρίνω από τις αλληλεπιδράσεις. Κατά βάθος όμως το περιστατικό με είχε προβληματίσει: Γιατί ένα παιδί πρώτης δημοτικού να αρχίσει να λέει, ή και να γράφει, «κακές λέξεις», έστω και σχετικά «αθώες» όπως αυτές;
Βρήκα ένα ιδιαίτερα περιεκτικό άρθρο για το θέμα στην αυστραλιανή ιστοσελίδα raisingchildren.net.au, όπου οι ειδικοί εξηγούν ότι ένα παιδί σχολικής ηλικίας (5-11 ετών) καταφεύγει στις «κακές λέξεις» συνήθως για τους εξής λόγους: Για να εκφράσει αρνητικά συναισθήματα, για να ενταχθεί σε μια ομάδα παιδιών, για να τραβήξει την προσοχή των γονιών του ή, απλά, να μιμηθεί κάποιο πρότυπο.
Η αντιμετώπιση, φυσικά, εξαρτάται από την αιτία της συμπεριφοράς του:
- Αν το κάνει για να τραβήξει την προσοχή των γονιών. Προσπαθούμε να μην αντιδράσουμε στο άκουσμα της λέξης και να εξηγήσουμε στο παιδί μας ότι δεν είναι καλό να τη χρησιμοποιεί, προσθέτοντας ότι μπορεί με αυτό τον τρόπο να πληγώσει άλλους ανθρώπους.
- Αν το κάνει για να ενταχθεί σε μια ομάδα. Συζητάμε με το παιδί μας: Γιατί πιστεύει ότι οι φίλοι του λένε «κακές λέξεις»; Αναζητούμε μαζί του άλλους τρόπους να φαίνεται «κουλ» στα μάτια τους χωρίς να καταφεύγει σε αυτές. Αν πλησιάζει στην εφηβεία, ίσως είναι αναπόφευκτο να μιλάει με τις παρέες του με έναν «μη αποδεκτό» από εμάς τρόπο, τουλάχιστον όμως συζητάμε μαζί του για τις εκφράσεις που μπορεί, σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, να είναι αληθινά προσβλητικές για κάποιον.
- Αν εκφράζει αρνητικά συναισθήματα. Βοηθάμε το παιδί μας να αναγνωρίσει και να εκφράσει τα συναισθήματά του – λέγοντάς του, για παράδειγμα, «βλέπω ότι έχεις θυμώσει πολύ». Κάνουμε σαφές ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό και αποδεκτό να αισθάνεται έτσι, αλλά καλό είναι να προσπαθήσει να το εκφράσει με διαφορετικές λέξεις.
Σε κάθε περίπτωση:
- Αποφεύγουμε, όσο μπορούμε, στην οικογένειά μας να χρησιμοποιούμε τις λέξεις που δεν θέλουμε να ακούσουμε από το παιδί μας, γιατί είναι θέμα χρόνου να μας μιμηθεί. Είναι αναπόφευκτο να τις ακούσει, π.χ., στο σχολείο ή στην τηλεόραση, αλλά εμείς παραμένουμε τα πιο δυνατά πρότυπά του.
- Αν μας πει ότι κάποιος φίλος του χρησιμοποιεί «κακές λέξεις», το συμβουλεύουμε να μην τον μιμηθεί σε αυτή τη συμπεριφορά.
- Ελέγχουμε ό,τι βλέπει και ακούει το παιδί μας, π.χ. στην τηλεόραση, τα social media, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Αυτό είναι ούτως ή άλλως σημαντικό να γίνεται και για άλλους, πιο σοβαρούς λόγους.
- Του ξεκαθαρίζουμε ότι είναι βασικός κανόνας να μη χρησιμοποιούμε αυτές τις λέξεις στο σπίτι. Αν επιμένει να το κάνει, το προειδοποιούμε ότι θα υπάρξουν συνέπειες, για παράδειγμα ότι θα στερηθεί το αγαπημένο του παιδικό πρόγραμμα.
- Επιβραβεύουμε, λεκτικά, το παιδί μας κάθε φορά που καταφέρνει να εκφράσει τα δυσάρεστα συναισθήματά του, όπως το θυμό ή την απογοήτευση, με άλλο τρόπο.