Από χθες δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω.
Προσπαθώ να απέχω από οποιαδήποτε ενημέρωση όμως ό,τι κι αν ανοίξεις, όπου κι αν κοιτάξεις, ο θάνατος είναι σε πρώτο πλάνο. Μάνες που κλαίνε, ένας πατέρας με τη φωτογραφία της κόρης του, συγγενείς έξω από τα νεκροτομεία και φωτογραφίες νέων παιδιών από τα social τους, φωτογραφίες μιας ζωής που έληξε άδοξα και κάηκε στους 1.300 βαθμούς Κελσίου.
Προσπαθώ να σκεφτώ τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω.
Ναι, πολύς κόσμος -άπειρος- έδωσε αίμα. Και αυτή είναι μια χαραμάδα αισιοδοξίας.
Όμως πώς να βοηθήσεις μια μάνα ή έναν πατέρα που έχει χάσει το παιδί του. Που καλείται να το αναγνωρίσει δίνοντας DNA γιατί είναι πολύ πιθανό να μην καταφέρει ούτε να δει την τελευταία εικόνα του παιδιού του για να το θρηνήσει και να το αποχαιρετήσει.
Πώς να βοηθήσεις έναν γονιό που μόλις τελείωσε η ζωή του.
Μόνο σιωπή. Σεβασμός και οδύνη.
Χτες όταν γύρισαν τα παιδιά μου από το σχολείο, όρμηξα πάνω τους.
Δεν ήξεραν κάτι, προσπαθώ όσο μπορώ να μην τα εκθέτω σε τέτοιες ειδήσεις, όμως όρμηξα τόσο δυνατά επάνω τους που σάστισαν. Τα αγκάλιαζα τόσο σφιχτά που ο γιος μου παραπονέθηκε πως ένιωσε ότι θα τον πνίξω.
Όσα ήταν σημαντικά πριν τα Τέμπη, ξαφνικά έγιναν ασήμαντα.

Και το μόνο που έχει σημασία είναι τα παιδιά.
Τα παιδιά μας.
Τα παιδιά όλου του κόσμου.
Τα κοιτάω ένα ένα, όχι μόνο τα δικά μου.
Και κλείνω τα μάτια μου και εύχομαι να είναι όλα καλά. Τα μωρά, τα παιδιά στην ηλικία των παιδιών μου, οι έφηβοι αλλά και τα πιο μεγάλα, αυτά που χάθηκαν τα ξημερώματα της Τετάρτης στις ράγες. Προσεύχομαι ασταμάτητα να είναι όλα καλά.
Σήμερα και κάθε μέρα, ας σφίξουμε τα παιδιά μας στην αγκαλιά μας. Δυνατά, ασφυκτικά.
Τα έχουμε κοντά μας και είναι υγιή.
Και δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό στον κόσμο από αυτό.
Με αγάπη,
Μυρτώ