Ποιος δεν έχει παίξει το πασίγνωστο ηλεκτρονικό παιχνίδι με την μικρή κίτρινη μπαλίτσα που στο πέρασμα της προσπαθεί να καταβροχθίσει όλα τα "μπισκότα" - τελίτσες που υπάρχουν στον λαβύρινθο, ενώ συγχρόνως πρέπει να αποφύγει όλα τα πολύχρωμα φαντασματάκια που απειλούν τη ζωή του;

Το video-game Pac-man κυκλοφόρησε το 1979 και σήμερα σβήνει 40 κεράκια. Το φανταστικό και άκρως παράξενο είναι ότι ακόμα και αν η τεχνολογία έχει περάσει σε άλλο επίπεδο με virtual reality games να κατακλύζουν την αγορά, ο pac - man βρίσκεται πάντα στις προτιμήσεις των χρηστών και πού και πού γυρνούν πάντα στο original arcade game. Είτε σε laptops είτε σε smartphones, το παιχνίδι συνεχίζει να έχει την ίδια μορφή, με τη ρετρό εικόνα, με τα ίδια χρώματα και ήχους με τους οποίους μεγάλωσαν γενιές και γενιές.
Ο δημιουργός του pac-man, ο Ιάπωνας Tohru Iawtani, ο οποίος είναι γνωστός στην χώρα του με το ψευδώνυμο «Pakkuman», λέγεται ότι εμπνεύστηκε την ιδέα, βρισκόμενος σε μία πιτσαρία, όταν αντίκρισε μια πίτσα που της έλειπε ένα κομμάτι. Το όνομα επίσης συνδέεται με έναν μύθο που εξηγεί ότι το pac-man προέρχεται από την ιαπωνική λέξη paku-paku που σημαίνει «για να ανοίξει το στόμα». Η πρώτη ονομασία λέγεται ότι ήταν "puck-man", όμως για να μην παραποιηθεί από το αμερικανικό κοινό και αντικατασταθεί εύκολα το p με το f, κατέληξε στο σημερινό και διάσημο Pac-man.
Good to know...
To 1982 με την έκδοση Atari, το Pac-man εισπράττει 200 εκατομμύρια δολάρια.
Το 1999 o Billy Mitchell, επαγγελματίας παίκτης βίντεο παιχνιδιών, καταφέρνει να περάσει όλα τα επίπεδα.
Το 2005 το pac-man κατακτά το παγκόσμιο ρεκόρ Guinness, ως το πιο επιτυχημένο εμπορικό video παιχνίδι όλων των εποχών.
To 2015, 351 συμμετέχοντες κερδίζουν το ρεκόρ για το μεγαλύτερο ανθρώπινο Pac-Man.
Το κόκκινο φαντασματάκι είναι το πιο επιθετικό και ονομάζεται Blinky, το ροζ, η Pinky, είναι θηλυκό και πρόκειται για το ταχύτερο φαντασματάκι, το μπλε, ο Inky είναι το πιο έξυπνο ενώ το πορτοκαλί, ο Clyde, είναι το πιο ύπουλο και κατ'επέκταση το πιο απρόβλεπτο.
Waka, waka, waka waka. - Pac - man
Πηγή: La Repubblica