Και ξαφνικά το γλυκό παιδάκι σας μεταμορφώθηκε σε αντιδραστικό έφηβο-μινιατούρα. Σε ένα νήπιο που η αγαπημένη του λέξη είναι το «όχι» στα πάντα, σαμποτάροντας όλα όσα προσπαθείτε να κάνετε μαζί, από την προετοιμασία για τον παιδικό σταθμό μέχρι τη ζωγραφική.
Μόνο σε εσάς συμβαίνει; «Όχι», διαβεβαιώνει η Susanne Denham, καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέιζον και συγγραφέας του βιβλίου «Emotional Development in Young Children» (Συναισθηματική Ανάπτυξη σε Μικρά Παιδιά). Η λεγόμενη περίοδος άρνησης είναι απόλυτα φυσιολογική, ιδιαίτερα σε νήπια 2-3 ετών που, όπως εξηγεί η ειδικός, «μόλις ανακάλυψαν ότι έχουν θέληση και προσπαθούν να την εξασκήσουν». Βλέποντας λοιπόν το «όχι» τους να έχει αποτέλεσμα, ελέγχουν τον κόσμο γύρω τους και περνούν τα «θέλω» τους. Τα καλά νέα; Αυτή η φάση μπορεί να περάσει τόσο ξαφνικά όσο άρχισε. Τι κάνουμε μέχρι τότε, όμως;
Προσφέρουμε δύο επιλογές στο τρομερό δίχρονο: Έτσι, πετυχαίνουμε δύο πράγματα. Το «όχι» δεν υφίσταται ως απάντηση ενώ παράλληλα του δίνουμε μια αίσθηση ελέγχου, ακόμα και αν καλείται να διαλέξει ανάμεσα σε διαφορετικά ζευγάρια κάλτσες. Αρκεί και οι δύο επιλογές να κινούνται προς την επιθυμητή κατεύθυνση, όπως: «Θέλεις να μαζέψεις τα τουβλάκια ή τα αυτοκινητάκια σου;», «Προτιμάς χυμό ή γάλα;».
Του δίνουμε μία μόνο επιλογή, αλλά με μια «ζαβολιά» που την κάνει να μοιάζει με δίλημμα: Ας πούμε ότι σκοπός μας είναι να φάει το φαγητό του. Τότε, του λέμε: «Θέλεις να φάμε τώρα την κοτόσουπα ή σε δύο λεπτά;». Ή, αν αρνείται να βγει από το σπίτι για να πάμε στο σουπερμάρκετ, μπορούμε να δώσουμε δύο επιλογές-αντιπερισπασμό: «Θέλεις να φορέσεις τα μπλε ή τα κόκκινα παπούτσια για να πάμε στο σουπερμάρκετ;».
Δεν του ζητάμε εμείς κάτι, αλλά το αρκουδάκι του: Όπως ένας έφηβος μπορεί να μην ακούσει τη μαμά του αλλά είναι όλος αυτιά απέναντι σε έναν φίλο του, έτσι και ο αντίστοιχος καλύτερος φίλος ενός δίχρονου «εφήβου» ίσως είναι το αρκουδάκι του. Όταν λοιπόν, για παράδειγμα, βιαζόμαστε να ετοιμαστούμε για τον παιδικό σταθμό, μπορούμε να του πούμε: «Το αρκουδάκι σου θα μετρήσει μέχρι το δέκα και μέχρι τότε θέλει να έχεις ντυθεί». Εναλλακτικά, ας μετατρέψουμε την εργασία σε παιχνίδι, προτείνοντάς του: «Για να δούμε, πόσο γρήγορα μπορείς να ντυθείς; Κλείνω τα μάτια μου και μετράω».
Επιστρατεύουμε το χιούμορ: Για να αποφύγουμε τον εκνευρισμό και να αντιμετωπίσουμε την περίοδο της άρνησης με το παιχνίδι, μπορούμε να το πούμε κάτι όπως: «Για να δούμε πόσες φορές μπορούμε να πούμε “όχι” ταυτόχρονα και μετά να πούμε “ναι” μαζί;». Διαφορετικά, ας δοκιμάσουμε το εξής: «Τι θα έλεγε ένα πουλάκι αν το ρωτούσες: “θέλεις ένα σκουληκάκι;”». Όταν το δίχρονο απαντήσει «ναι», μπορούμε να συνεχίσουμε λέγοντας: «Και τι θα έλεγες εσύ αν σε ρωτούσα: “Θέλεις ένα γιαουρτάκι; ”». Με λίγη τύχη, μπορεί να το διασκεδάζει τόσο ώστε να μην αρνηθεί.
Είμαστε φειδωλοί στα δικά μας «όχι». Όταν ένα παιδί περνάει περίοδο άρνησης, ίσως παίρνει παράδειγμα και από τους γονείς του. Ας φιλτράρουμε λοιπόν τα «όχι» μας και, όταν είναι απαραίτητο να αρνηθούμε μια επιθυμία του, ας χρησιμοποιήσουμε φράσεις όπως «Δεν είναι ασφαλές να παίζουμε σε αυτές τις σκάλες», «Δεν χτυπάμε ποτέ ένα γατάκι». Ακόμα καλύτερα, ας τις μετατρέψουμε σε κατάφαση: «Αντί για τις σκάλες, πάμε να παίξουμε στην παιδική χαρά», «Δοκίμασε να χαϊδέψεις το γατάκι και να δεις που θα αρχίσει να γουργουρίζει».
Παραμένουμε συνεπείς στη θέση μας και στη ρουτίνα μας: Όταν το παιδί καλείται να ακολουθήσει καθημερινά ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, δεν έχει πολλά περιθώρια άρνησης. Και όταν παραμένουμε συνεπείς σε ό,τι του ζητάμε ως γονείς, σταδιακά καταλαβαίνει ότι τα «θέλω» του δεν περνούν μέσα από την άρνηση και η αντιδραστική συμπεριφορά δεν παγιώνεται.
Αντί για τιμωρία, επιλέγουμε την επιβράβευση: Όταν, τελικά, κάνει κάτι που του ζητήσουμε, μπορούμε να του πούμε: «Μάζεψες τα τουβλάκια πολύ γρήγορα, μπράβο! Τώρα έχουμε περισσότερο χρόνο να διαβάσουμε παραμύθια». Η θετική γονεϊκότητα είναι ο πιο σίγουρος και ανώδυνος δρόμος προς την καθιέρωση μιας επιθυμητής συμπεριφοράς.