Πόσες φορές μπορεί ένα 3χρονο παιδί να πει «όχι» και «δεν θέλω» μέσα στην ίδια μέρα; Πόσους τρόπους μπορεί να βρει για να μετατρέψει ακόμα και μια φαινομενικά απλή δραστηριότητα σε περιπέτεια στην Άγρια Δύση, όπου επιβιώνει ο πιο σκληρός; Άπειρες και άπειρους, όπως επιβεβαιώνει ένα και μόνο 24ωρο.
7.30 το πρωί: «Δεν θέλω να πάω στον παιδικό σταθμό!»: Μόλις έχει ξυπνήσει και προκειμένου να αποφύγει τον παιδικό σταθμό και όλες τις προετοιμασίες βρίσκει ένα τυχαίο παιχνίδι από το κουτί του και του αφοσιώνεται απόλυτα, σαν να προσπαθεί να λύσει τον κύβο του Ρούμπικ.
8 το πρωί: «Θέλω γάλα». 8 και 5 το πρωί: «Θέλω να βάλω εγώ το κακάο στο γάλα / δεν θέλω αυτό το καλαμάκι / Γιατί, μαμά, πήρες το ποτήρι μου; Ήθελα να το πάω εγώ στο τραπέζι!». Στη λίστα μπορείτε να προσθέσετε οποιοδήποτε πιθανό και απίθανο «πρόβλημα» μπορεί να σκαρφιστεί ένα 3χρονο για να παρατείνει τη διάρκεια του πρωινού μέχρι το μεσημέρι.
8 και τέταρτο το πρωί: «Δεν θέλω να πλύνω τα δόντια μου!». Ακολουθεί ένα ευτυχώς σύντομο παιχνίδι κρυφτού μέσα στο σπίτι, όπου θέλοντας να αποφύγει το βούρτσισμα των δοντιών, κρύβεται σε γωνίες που μέχρι πρόσφατα νομίζαμε ότι χωρούν μόνο οι γάτοι μας.
8.30 το πρωί: «Θέλω να φορέσω αυτό το μπουφάν». Λέει, σε συνθήκες καύσωνα. Στο κρύο, μπορείτε να αντικαταστήσετε το «μπουφάν» με ρουχισμό κατάλληλο μόνο για συνθήκες καύσωνα, όπως «αυτό το σορτς» ή «τα παπούτσια για τη θάλασσα».
9 το πρωί: «Μαμά, θέλω να μείνεις κι εσύ στον παιδικό σταθμό»: Αυτή η στιγμή της ημέρας είναι υπερβολικά δυσβάστακτη για να τη διακωμωδήσω.
(Μετά από 8 ώρες στο γραφείο, που μοιάζουν με ολοήμερη απόδραση σε σπα)
5 το απόγευμα: «Θέλω να φάω μια καραμέλα». Από τότε που κάναμε το λάθος να του δώσουμε μια καραμέλα όταν ξύπνησε από τον απογευματινό του ύπνο, εκπαιδεύτηκε αυτομάτως σαν τον σκύλο του Παβλόφ και τη ζητάει καθημερινά μετά τη σιέστα του. 5 και 5 το απόγευμα: «Δεν θέλω αυγό, θέλω καραμέλα!».
5.30 το απόγευμα: «Θέλω να δω παιδικά». Η ατάκα αυτή ακούγεται συνήθως όταν έχουμε κανονίσει να πάμε για ψώνια / σε παιδότοπο / στην παιδική χαρά / να βγούμε γενικώς εκτός σπιτιού, και έχουμε αργήσει κιόλας. Αν βρέχει / χιονίζει / είναι καταχείμωνο, έχει νυχτώσει από τις τέσσερις το απόγευμα και δεν κυκλοφορεί ψυχή στους δρόμους, αντικαθίσταται από τη φράση «θέλω να πάω στην παιδική χαρά».
Αν βγούμε από το σπίτι:
6 παρά τέταρτο το απόγευμα: «Θέλω να γυρίσουμε σπίτι».
Αν δεν βγούμε από το σπίτι:
6 παρά τέταρτο το απόγευμα: «Δεν θέλω να παίξουμε με τα Playmobil αλλά με τα τουβλάκια». Αν του προτείνω να παίξουμε με τα τουβλάκια: «Δεν θέλω να παίξουμε με τα τουβλάκια αλλά με τα Playmobil».
7 το απόγευμα: «Μαμά, μπορείς να μου καθαρίσεις την μπανάνα;». Του καθαρίζω την μπανάνα. Τριάντα δευτερόλεπτα μετά και με πρόσωπο μουσκεμένο από το κλάμα: «Γιατί μού καθάρισες την μπανάνα; Ήθελα να την καθαρίσω μόνος μου!».
7.30 το απόγευμα: «Μαμά, θέλω να παίξουμε κι άλλο μαζί!»: Μια ακόμα στιγμή της ημέρας υπερβολικά δυσβάστακτη για να τη διακωμωδήσω.
7.35 το απόγευμα: «Θέλω να δω παιδικά». Γεμάτη τύψεις που δεν μπορώ να του αφιερώσω περισσότερο χρόνο και προσπαθώντας να μαγειρέψω, ενδίδω.
7.36 το απόγευμα: «Δεν θέλω να δω αυτό το παιδικό!». Φωνάζει, μόλις βάζω το βίντεο που έχει επιλέξει.
8.30 το απόγευμα: «Δεν θέλω να κάνω μπάνιο!». Εναλλακτικά, μπλοφάρει: Αφήνει τη μαμά ή τον μπαμπά να του βγάλουμε τα ρούχα και φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής από την μπανιέρα κάνει αναστροφή, βγαίνει από το μπάνιο και αρχίζει να τρέχει από δωμάτιο σε δωμάτιο γελώντας ολόγυμνος. Κρύβεται σε γωνίες που μέχρι πρόσφατα νομίζαμε ότι χωρούν μόνο οι γάτοι μας.
9 παρά τέταρτο το βράδυ: Του ζητάω να διαλέξει ένα βιβλίο για να το διαβάσουμε πριν από τον ύπνο. Επιστρέφει με όλο το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης. Δεν ξέρω αν πρέπει να αισθανθώ περηφάνια για τη φιλαναγνωσία του ή απόγνωση που η βραδινή ρουτίνα ύπνου θα κρατήσει μέχρι το επόμενο πρωί.
10 το βράδυ: «Θέλω νερό!».