Μέχρι να γίνουμε γονείς, διαβάζουμε όλα αυτά τα άρθρα περί θετικής διαπαιδαγώγησης και οραματιζόμαστε τον μελλοντικό εαυτό μας ως μια μονίμως ψύχραιμη, χαμογελαστή μαμά, που αρκεί να ξεστομίσει τη «σωστή» ατάκα για να οδηγήσει τη συμπεριφορά του παιδιού της στην επιθυμητή κατεύθυνση. Στο μυαλό μας κάνουμε βαρύγδουπες δηλώσεις του τύπου «εγώ δεν θα φωνάξω ποτέ στον γιο μου» ή «δεν θα βάλω ποτέ την κόρη μου τιμωρία». Και μετά έρχεται η πραγματικότητα και με το πρώτο γοερό κλάμα του παιδιού, ό,τι είχαμε φανταστεί καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Οι παρακάτω στρατηγικές θετικής πειθαρχίας, ωστόσο, δεν είναι ευχολόγια, αλλά δοκιμασμένες σε σχολικές τάξεις. Την επιτυχία τους υπογράφει η δασκάλα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και δημοσιογράφος Lindsay Richardson, συστήνοντάς τις ανεπιφύλακτα.
1. Η πρόληψη είναι η καλύτερη αντιμετώπιση. Δηλαδή, να μην περιμένουμε από το παιδί να κάνει το «λάθος» για να το αντιμετωπίσουμε, αλλά να προσπαθήσουμε να το προβλέψουμε. Για παράδειγμα, προτού του δώσουμε μαρκαδόρους και τετράδιο ζωγραφικής, μπορούμε να του πούμε: «Ζωγραφίζουμε μόνο στο τετράδιο και στα χαρτιά, όχι σε τοίχους και έπιπλα». Ή προτού πάμε βόλτα στο βουνό: «Θα παίξουμε για πολλή ώρα, αλλά όταν σου πω ότι πρέπει να φύγουμε, θα το κάνουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε βόλτα στο βουνό».
2. Χρησιμοποιούμε θετικά κίνητρα. Ο γονιός που προσπαθεί να ελέγξει τη συμπεριφορά του παιδιού του με παρατηρήσεις και τιμωρίες είναι σαν τον «κακό» εργοδότη που επιχειρεί να διορθώσει τα λάθη του υπαλλήλου μόνο με γκρίνια και φωνές. Με αυτό τον τρόπο όμως, όπως ο υπάλληλος έτσι και το παιδί χάνει το κίνητρο να δώσει τον καλύτερο εαυτό του. Αντί για τιμωρία λοιπόν ας προτιμήσουμε την επιβράβευση μιας επιθυμητής πράξης, έστω και μέσα από έναν λεκτικό έπαινο όπως «είμαι πολύ περήφανη που κατάφερες να φορέσεις τα παπούτσια σου».
3. Δεν τιμωρούμε, φέρνουμε τα παιδιά αντιμέτωπα με τις λογικές συνέπειες των πράξεών τους. Η διαφορά της συνέπειας είναι ότι συνδέεται άμεσα με την πράξη, ενώ η τιμωρία όχι. Τα παιδιά που υφίστανται μόνο τιμωρίες, μπορεί να αναπτύξουν «ανοσία». Μη έχοντας αντιληφθεί τις αληθινές συνέπειες μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς τους, ίσως αρχίσουν να αναζητούν τρόπους να ξεγελάσουν τους γονείς, μόνο και μόνο για να αποφύγουν την τιμωρία. Πώς θα ξεχωρίσουμε τη λογική συνέπεια από την τιμωρία; Για παράδειγμα, αν το παιδί λερώνει τον τοίχο με μαρκαδόρους, μια τιμωρία είναι να του βάλουμε τις φωνές και να το «στείλουμε» στο δωμάτιό του. Ενώ μια λογική συνέπεια είναι να του πάρουμε τους μαρκαδόρους μέχρι να καθαρίσει τον τοίχο.
4. Επικεντρωνόμαστε στην πράξη, όχι στο παιδί. Αποφεύγουμε να χαρακτηρίσουμε το ίδιο το παιδί με φράσεις όπως «ήσουν κακό παιδί». Εστιάζουμε στην πράξη, λέγοντας: «Αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό. Σίγουρα το καταλαβαίνεις κι εσύ. Ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να επανορθώσουμε».
5. Δεν καταφεύγουμε σε ανεδαφικές προειδοποιήσεις. Για παράδειγμα, δεν έχει νόημα να πούμε «αν ξαναχτυπήσεις το παιδάκι, θα φύγουμε από το πάρκο και δεν θα έρθουμε ποτέ ξανά». Με αυτό τον τρόπο, ακόμα και τα μικρότερα παιδιά αντιλαμβάνονται σύντομα ότι «μπλοφάρουμε» και οι προειδοποιήσεις μας, ακόμα και αν συνδέονται με τις λογικές συνέπειες των πράξεών τους, χάνουν τη δύναμή τους. Το καλύτερο είναι να πούμε, χωρίς φωνές: «Αν ξαναχτυπήσεις το παιδάκι θα χρειαστεί να φύγουμε από το πάρκο» (και να το τηρήσουμε).
6. Δεν προσπαθούμε να επιβάλλουμε κάτι στο παιδί, να του δίνουμε την επιλογή να το κάνει. Το παιχνίδι εξουσίας με τα παιδιά είναι χαμένο για γονείς και εκπαιδευτικούς, αφού ακόμα και τα μικρότερα καταλαβαίνουν ότι σε πολλές περιπτώσεις έχουν το πάνω χέρι. Με την επιλογή των κατάλληλων λέξεων, ωστόσο, μπορούμε να τους δώσουμε την αίσθηση ότι ελέγχουν την κατάσταση, πως η επιθυμητή πράξη είναι δική τους επιλογή κι όχι εντολή των γονιών. Για παράδειγμα, αν προσπαθούμε να ντύσουμε ένα νήπιο, αντί να φωνάξουμε «φόρεσε τις κάλτσες σου!», μπορούμε να πούμε «ποιο ζευγάρι κάλτσες προτιμάς, το μπλε ή το κόκκινο;».