Δεν τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε. Δεν τα ‘θελε και τα ‘παθε. Όχι «κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς»: ο φονιάς φταίει, πάντα. Στην υπόθεση της Καρολάιν, και της κάθε Καρολάιν, δεν υπάρχει «ναι μεν, αλλά…». Κανένας δεν έχει δικαίωμα να στερήσει μια ζωή. Όταν μάλιστα το θύμα είναι πιο ευάλωτο, σωματικά και συναισθηματικά, και έχει εμπιστευτεί τον θύτη του (κι αυτό αφορά και τη σύζυγο και το σκύλο), το έγκλημα γίνεται ακόμα πιο απεχθές.
Η ιστορία της Καρολάιν αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, την παθογένεια των στερεοτύπων. Αν δεν ήταν ένας «όμορφος πιλότος», μπορεί οι γονείς της να μην είχαν εμπιστευτεί την κόρη τους, ανήλικη ακόμα, σε κάποιον αρκετά μεγαλύτερο άντρα. Αν το μυαλό μας δεν πήγαινε αυτομάτως σε «αλλοδαπούς» και «λαθρομετανάστες» στο άκουσμα κάθε άγριου εγκλήματος, ενδεχομένως να μη χάβαμε τόσο εύκολα την ιστορία που επινόησε ο γυναικοκτόνος για τη σπείρα των ληστών, ή τουλάχιστον δεν θα την αναπαράγαμε τόσο εύκολα. Και αν ο γυναικοκτόνος είχε μεγαλώσει σε μια κοινωνία με λιγότερα στερεότυπα, ίσως -γιατί σε μια δολοφονία εμπλέκονται πολλοί παράγοντες- να μην είχε αποφασίσει -γιατί περί απόφασης επρόκειτο και όχι για μια «κακιά στιγμή»- να τερματίσει τη ζωή της συντρόφου.
Και η λέξη «γυναικοκτονία» στερεότυπο είναι, θα πει κάποιος. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να παραθέσουμε την άποψη του συγγραφέα Αύγουστου Κορτώ, που μεταξύ άλλων υποστηρίζει, σε νέα ανάρτησή του στο Facebook, πως «οι γλωσσικοί όροι, τα κοινωνικά φαινόμενα και τα έθιμα προκύπτουν ως απόρροια συγκεκριμένων, μακραίωνων κοινωνικών τάσεων και παγιωμένων εθίμων. Εθιμική λοιπόν, και μακραίωνη, ήταν (και παραμένει) η οργή, η βία, η περιθωριοποίηση, και η συστηματική κακοποίηση (που μπορεί να φτάσει ως και τον φόνο) που ασκείται σε διαχρονικά καταδυναστευμένες, ευάλωτες ομάδες: στις γυναίκες, στα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, σε συγκεκριμένες φυλετικές ομάδες, ως αντανάκλαση της παραδοσιακής υπεροχής της άρχουσας τάξης».
Δυστυχώς, οι γυναικοκτονίες όχι απλώς συνεχίζονται αλλά «φαίνεται να βρίσκονται σε άνοδο», σύμφωνα με μια αναφορά του ΟΗΕ που δημοσιεύτηκε το 2018: «Συνολικά 87.000 γυναίκες δολοφονήθηκαν στον κόσμο το 2017. Το 58% από αυτές, από συντρόφους ή άλλους συγγενείς. Επομένως, καθημερινά 137 γυναίκες χάνουν τη ζωή τους από κάποιο μέλος της οικογένειάς τους».
Η ανθρωπότητα μπορεί να μην απαλλαγεί ποτέ εντελώς από τις δολοφονίες, αλλά τουλάχιστον είναι στο χέρι μας να περιορίσουμε τα φαινόμενα «εθιμικής βίας και κακοποίησης». Μπροστά σε γεγονότα όπως η δολοφονία της Καρολάιν από τον σύζυγό της, συνειδητοποιούμε ακόμα πιο έντονα την ευθύνη μας ως γονείς, που ανατρέφουμε την επόμενη γενιά.
Κάποιοι σχολίασαν ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να παροτρύνουμε τα κορίτσια να σταματήσουν να περιμένουν από έναν πρίγκιπα να τις κάνει ευτυχισμένες, καθώς με αυτό τον τρόπο επιρρίπτουμε ευθύνες και στην Καρολάιν για τη δολοφονία της. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μεγαλώνουμε τις κόρες μας έτσι ώστε να μάθουν να στέκονται στα πόδια τους χωρίς συναισθηματικά και πρακτικά δεκανίκια. Ή μπορεί, από την άλλη, να είναι υπερβολικά απλοϊκή και διχαστική η εξήγηση ότι για το έγκλημα στα Γλυκά Νερά φταίει η πατριαρχία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μεγαλώνουμε τους γιους μας έτσι ώστε να μάθουν ότι δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιούν τη μυϊκή τους δύναμη, ή οποιαδήποτε άλλη εξουσία έχουν στα χέρια τους, σε βάρος άλλων, πόσο μάλλον για να στερήσουν μια ζωή.
Τίποτα δεν μπορεί να φέρει πίσω την Καρολάιν, να αναιρέσει το γεγονός ότι η ζωή της τελείωσε στο ξεκίνημά της και μάλιστα αφήνοντας πίσω ένα ορφανό μωρό. Τουλάχιστον ο θάνατός της ας ηχήσει σαν ένα σήμα συναγερμού, ότι υπάρχουν ακόμα πολλά που μπορούμε, και έχουμε το χρέος, να αλλάξουμε. Ως γονείς και ως άνθρωποι.