Μικρότερο κίνδυνο κατά 11% για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου έχουν οι γυναίκες που θηλάζουν σε σχέση με όσες δίνουν «ξένο» γάλα στο μωρό τους, σύμφωνα με νέα αυστριακή μελέτη που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό καρδιολογικό περιοδικό Journal of American Heart Association.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Κλινικής Επιδημιολογίας Peter Willeit του αυστριακού Ιατρικού Πανεπιστημίου του Innsbruck, αξιολόγησαν οκτώ έρευνες από διάφορες χώρες, που αφορούσαν συνολικά σχεδόν 1,2 εκατομμύρια γυναίκες, αναλύοντας τη σχέση ανάμεσα στον θηλασμό και στην κατοπινή καρδιαγγειακή υγεία της μητέρας. Το 82% των γυναικών είχαν γεννήσει και θηλάσει κάποια στιγμή στη ζωή τους.
Τα αποτελέσματα της έρευνας
Εκτός από τον μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, η μελέτη αποκάλυψε ότι οι γυναίκες που είχαν θηλάσει, είχαν επίσης 14% μικρότερη πιθανότητα για στεφανιαία νόσο, 12% μικρότερη πιθανότητα εγκεφαλικού και 17% μικρότερο κίνδυνο θανάτου καρδιαγγειακής αιτιολογίας.
Σημειώνεται ότι οι γυναίκες που θήλασαν για τουλάχιστον 12 μήνες στη διάρκεια της ζωής τους είχαν μεγαλύτερη μείωση κινδύνου, ενώ δεν υπήρχε κάποια αξιοσημείωτη διαφορά στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου ανάμεσα σε γυναίκες διαφορετικής ηλικίας.
Οφέλη του θηλασμού
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ο θηλασμός μειώνει τον κίνδυνο αναπνευστικών λοιμώξεων στα παιδιά, καθώς και τον κίνδυνο θανάτου τους από λοιμώδεις νόσους. Επίσης, μειώνει την πιθανότητα της μητέρας να εμφανίσει διαβήτη τύπου 2 και καρκίνους των ωοθηκών ή του μαστού.
Ο ΠΟΥ και άλλοι επιστημονικοί φορείς, όπως τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ, συνιστούν τον αποκλειστικό θηλασμό των μωρών για τουλάχιστον έξι μήνες μετά τη γέννησή τους, κάτι που, όμως, εκτιμάται ότι συμβαίνει μόνο στο ένα τέταρτο των βρεφών.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ