«Έχεις ένα δωμάτιο γεμάτο παιχνίδια, πώς είναι δυνατόν να μη βρίσκεις κάτι να κάνεις;». Δηλώνω ένοχη, έχω ξεστομίσει αυτή τη φράση στον γιο μου, εκνευρισμένη μετά τη δέκατη, με έναν πρόχειρο υπολογισμό, φορά που παραπονέθηκε: «Μαμά, βαριέμαι!». Στην πραγματικότητα, αναγνωρίζω ότι ο θυμός δεν είναι καλός σύμβουλος στις αντιδράσεις μας προς τα παιδιά. Ένα πλήθος όμως από μελέτες δείχνουν, επιπλέον, ότι ο αριθμός των παιχνιδιών τους δεν είναι ανάλογος προς τα ενδιαφέροντά τους μέσα στο σπίτι, κάθε άλλο.
Για την ακρίβεια όσο λιγότερα παιχνίδια έχει ένα παιδί, τόσο περισσότερο παίζει, σύμφωνα με μια έρευνα της Kathy Sylva, καθηγήτριας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αφού μελέτησε τα δεδομένα 3.000 παιδιών από τριών έως πέντε ετών, κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: «Όταν έχουν μεγάλο αριθμό παιχνιδιών παρατηρούμε ότι αποσπάται η προσοχή τους, οπότε τα παιδιά ούτε μαθαίνουν ούτε παίζουν ικανοποιητικά».
Όπως εξηγεί με τη σειρά του ο Dr. John Richer, Παιδιατρικός Ψυχολόγος στο Νοσοκομείο John Radcliffe, κάθε φορά που ένα παιδί παίρνει στα χέρια του ένα καινούριο παιχνίδι, περνάει από δύο φάσεις:
Στην πρώτη, της εξερεύνησης, αναρωτιέται: «Τι κάνει αυτό το παιχνίδι;».
Στη δεύτερη, του παιχνιδιού, σκέφτεται: «Τι μπορώ να κάνω εγώ με αυτό το παιχνίδι;».
Είναι η δεύτερη φάση που ευνοεί την καλλιέργεια της φαντασίας, της δημιουργικότητας, της προσαρμοστικότητας και της ικανότητάς του να παίρνει πρωτοβουλίες. Όταν όμως ένα παιδί βρίσκεται ξαφνικά με πολλά καινούρια παιχνίδια, κατά κάποιον τρόπο μπλοκάρει: αφιερώνει πάρα πολύ χρόνο στην εξερεύνησή τους και πολύ λιγότερο στο παιχνίδι.

Μια άλλη ειδικός, η ψυχοθεραπεύτρια Claire Lerner, ειδικευμένη στην ανάπτυξη του παιδιού στα πρώτα τρία χρόνια ζωής, αφού πραγματοποίησε μια μελέτη σχετικά με τις συνέπειες των υπερβολικά πολλών παιχνιδιών, παρατήρησε ότι τα παιδιά «δέχονται υπερβολικά πολλά ερεθίσματα και δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να μάθουν από αυτό. Επίσης, η υπερπληθώρα παιχνιδιών δεν τους επιτρέπει να αναπτύξουν τη φαντασία τους».
Αλλά τα παιδιά με δωμάτια που ξεχειλίζουν από παιχνίδια μεγαλώνουν στερημένα και από ένα ακόμα στοιχείο που θεωρείται καθοριστικό για την ανάπτυξή τους: την επανάληψη. Ναι, είναι αυτή η ανάγκη που τα ωθεί να μας ζητούν να τους βάζουμε ξανά και ξανά το ίδιο επεισόδιο της αγαπημένης τους τηλεοπτικής σειράς ή να τους διαβάζουμε κάθε βράδυ το ίδιο βιβλίο.
Τα οφέλη του παιχνιδιού δεν εξαρτώνται μόνο από την ποσότητα των αντικειμένων που έχουν στη διάθεσή τους τα παιδιά αλλά και από το είδος τους. Παιχνίδια που ευνοούν τη δημιουργικότητα και τη φαντασία καθώς παίζονται με άπειρους διαφορετικούς τρόπους, όπως οι ξύλινοι κύβοι ή η πλαστελίνη, θεωρούνται πολύ πιο ευεργετικά π.χ. από ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι όπου απλά πατούν ένα κουμπί και βγάζει ήχο.
Υπάρχει και ένα ενδιαφέρον γερμανικό πείραμα που έδειξε πώς επηρεάζει τα παιδιά η επιλογή μας να αφαιρέσουμε όλα τα παιχνίδια από το περιβάλλον τους για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στο πρότζεκτ «Der Spielzeugfreie Kindergarten», «Νηπιαγωγείο χωρίς παιχνίδια», οι εκπαιδευτικοί απομάκρυναν όλα τα παιχνίδια από επιλεγμένα νηπιαγωγεία της χώρας. Μετά τα πρώτα εικοσιτετράωρα αμηχανίας για όλους, οι μικροί μαθητές έδειξαν φοβερή προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες: έχοντας στη διάθεσή τους μόνο μερικές καρέκλες και κουβέρτες, επινόησαν τα δικά τους, ευφάνταστα και αξιοθαύμαστα παιχνίδια – για παράδειγμα, προσποιήθηκαν ότι ήταν πάνω σε ένα τρένο ή στο τσίρκο. Αλλά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του πειράματος, όταν οι δάσκαλοι παρατήρησαν ότι τα παιδιά συγκεντρώνονταν καλύτερα, ενσωματώνονταν ευκολότερα σε ομάδες και επικοινωνούσαν πιο αποτελεσματικά από όσα δεν είχαν λάβει μέρος.