Γράφει η Dr. Μαριαλένα Κυριακάκου, MD,PhD, Παιδίατρος και Διδάκτορας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς και τη λήξη ήδη των τεσσάρων πρώτων εβδομάδων, τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στη μετάδοση του ιού SARS-CoV-2 στα παιδιά. Τα επιστημονικά δεδομένα πλέον είναι όλο και περισσότερα καθημερινά, σχετικά με την επίδραση του ιού στα παιδιά. Από την έναρξη της πανδημίας τα παιδιά που νόσησαν από τον κορωνοϊό αποτελούν το 15% των συνολικών ασθενών, σύμφωνα με την Αμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία. Για τα περισσότερα παιδιά, τα μέχρι τώρα δεδομένα είναι ενθαρρυντικά, καθώς η πλειοψηφία των παιδιών δεν εκδηλώνει συμπτώματα ή εκδηλώνουν πολύ ήπια συμπτωματολογία, ωστόσο μπορούν να είναι φορείς και να μεταδίδουν τον ιό.
Οι ειδικοί συμφωνούν πως τα παιδιά σπανιότερα νοσούν σοβαρά, συγκριτικά με τους ενήλικες, παρόλα αυτά η μετάλλαξη Δ του ιού μπορεί να οδηγήσει σε μακροχρόνια συμπτώματα, που μπορούν να διαρκέσουν μήνες μετά τη μόλυνση (12 εβδομάδες), μία κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως long COVID σύνδρομο. Στα συμπτώματα αυτά συγκαταλέγονται πονοκέφαλοι, κόπωση, δυσκολία στη συγκέντρωση, χρόνιες ημικρανίες και φλεγμονές. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως πλέον στη συμπτωματολογία του long COVID συνδρόμου περιλαμβάνονται πάνω από 100 συμπτώματα, όπως οι γαστρεντερολογικές διαταραχές, ενώ οι στατιστικές μελέτες υπολογίζουν πως 1 στα 7 παιδιά μπορούν να εκδηλώσουν μακροχρόνια συμπτώματα μετά τη μόλυνση. Αναφορικά, επιστημονικές έρευνες με συμμετοχή χιλιάδων παιδιών που βρέθηκαν θετικά στον COVID 19 έδειξαν πως ένα ποσοστό της τάξης του 14% είχε συμπτώματα κούρασης και πονοκεφάλων ακόμη και 15 εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Πράγματι, το στέλεχος Δ εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά μεταδοτικό τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες, συγκριτικά με άλλα μεταλλαγμένα στελέχη του ιού, η πιθανότητα ωστόσο μόλυνσης ενός παιδιού εξακολουθεί να παραμένει ίδια, ενώ η μετάλλαξη Δ μπορεί να οδηγήσει σε πιο σοβαρή μόλυνση από τον SARS-CoV-2 και περισσότερα παιδιά σε νοσηλεία. Παρόλο αυτά, αξίζει να σημειωθεί πως η εμφάνιση αυτών των συμπτωμάτων για πολλές εβδομάδες μετά, δεν αποτελεί μοναδική κατάσταση της μόλυνσης με COVID-19 καθώς μπορεί μακροχρόνια συμπτώματα να εντοπιστούν σε μολύνσεις και από άλλους παθογόνους μικροοργανισμούς. Μία πιθανή εξήγηση είναι η συνεχής παρουσία ιικών σωματιδίων στο σώμα για πολύ καιρό, ενώ θα μπορούσε να είναι και σύμπτωμα της ανοσολογικής απόκρισης του οργανισμού έναντι του ιού.
Σε κάθε περίπτωση το ενθαρρυντικό γεγονός είναι πως για την πλειοψηφία των παιδιών, ο ιός δεν είναι θανατηφόρος. Στις επιδράσεις την πανδημίας, συγκεκριμένα στοιχεία της καθημερινότητας των παιδιών, όπως το κλείσιμο των σχολείων και η αύξηση της χρήσης των υπολογιστών, θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως εξίσου επιβαρυντικοί παράγοντες για την υγεία των παιδιών. Οι επιδράσεις αυτές άλλωστε καθιστούν δύσκολη τη μελέτη των συμπτωμάτων του long COVID συνδρόμου, που οφείλονται ξεκάθαρα στη δράση του ιού και όχι στην επίδραση της καραντίνας.
Σχετικά με την πρόληψη και την προστασία από τον κορωνοϊό, ο εμβολιασμός στις ηλικίες όπου ενδείκνυται και η χρήση των απαιτούμενων μέτρων προστασίας είναι αδιαμφισβήτητα αποδεδειγμένα και χαρακτηρίζονται αναγκαία σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένα παιδί συνίσταται να φοράει τη μάσκα του, τουλάχιστον μέσα στην τάξη, αρκεί βέβαια να γίνεται σωστή χρήση ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη προστασία. Για το λόγο αυτό παραμένει μείζονος σημασίας η εκπαίδευση των παιδιών στη σωστή χρήση της μάσκας, σε συνδυασμό με την ατομική υγιεινή των χεριών και την τήρηση των αποστάσεων. Οι ενήλικες, το εκπαιδευτικό προσωπικό, οι γονείς και οι έφηβοι καλό είναι να προβούν στον εμβολιασμό έναντι της νόσου COVID-19, ώστε να περιοριστεί σημαντικά ο ρυθμός μετάδοσης του ιού.
Ευχαριστούμε την Dr. Μαριαλένα Κυριακάκου, MD,PhD, Παιδίατρο και Διδάκτορα Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών για τις συμβουλές.