Δεν είναι φυσικά η πρώτη σειρά ή ταινία μυθοπλασίας για ένα έγκλημα με ανήλικο δράστη. (Ένα παράδειγμα που θυμάμαι αμέσως είναι το συγκλονιστικό μυθιστόρημα της Lionel Schriver «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» και η κινηματογραφική μεταφορά του με την Tilda Swinton.)
Ωστόσο, το στοιχείο του «Adolescence», της παραγωγής-φαινόμενο του Netflix σε σενάριο Jack Thorne και Stephen Graham και σκηνοθεσία Philip Barantini, που νομίζω ότι αναστατώνει περισσότερο τους γονείς είναι ότι ο 13χρονος ήρωας που δολοφονεί τη συμμαθήτριά του όχι απλώς μεγαλώνει σε μια συνηθισμένη οικογένεια, με προβλήματα που λίγο πολύ αντιμετωπίζουμε όλοι, αλλά επιπλέον δεν έχει δώσει ποτέ στους γονείς του σημάδια ότι είναι ικανός να διαπράξει ένα τέτοιο έγκλημα, μέχρι το πρωί που (spoiler alert) μπουκάρει μια ένοπλη ομάδα αστυνομικών στο πατρικό του και τον συλλαμβάνει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: «Ας φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια!»: Τα απροσδόκητα οφέλη μιας συνήθειας προς εξαφάνιση
Το πιο σκληρό ερώτημα λοιπόν που γεννιέται, ενώ καταβροχθίζουμε και τα 4 επεισόδιά της, είναι: Έχουμε τη δύναμη ως γονείς να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας έτσι ώστε να αποκλείσουμε οποιαδήποτε πιθανότητα να γίνουν δράστες ενός βίαιου εγκλήματος; Η προφανής απάντηση είναι ότι δεν έχουμε την απόλυτη δύναμη να αποκλείσουμε να συμβεί οτιδήποτε στη ζωή τους, ειδικά καθώς μπαίνουν στην εφηβεία και αρχίζουμε να χάνουμε τον έλεγχο πάνω σε αυτήν - όσο κι αν μας πανικοβάλλει αυτή η σκέψη. Μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε κάποια πράγματα ώστε να περιορίσουμε αυτήν την πιθανότητα. Ακόμα και αν ήδη θεωρούμε τους εαυτούς μας «καλούς γονείς», όπως οι γονείς του 13χρονου Jamie μέχρι την ημέρα της σύλληψής του.
Η σειρά είναι έτσι δομημένη ώστε κάθε επεισόδιο να εστιάζει σε διαφορετικούς παράγοντες που οδήγησαν στη δολοφονία. Ειδικά σε εκείνο όπου οι ντετέκτιβ επισκέπτονται το σχολείο του Jamie, ένα περιβάλλον που βράζει, και όπου φαίνεται να χωρούν τα πάντα εκτός από την ίδια τη μάθηση, αναδύονται κάποιες από τις επιπτώσεις της έκθεσης των ανηλίκων στα social media και στο διαδίκτυο – όπως η ανελέητη σύγκριση στην οποία καταφεύγουν ανάμεσα στη δική τους ζωή και των άλλων, ο διαδικτυακός εκφοβισμός, και η λεγόμενη incel culture, δηλαδή ο μισογυνισμός που καλλιεργείται στις κοινότητες των αντρών και των αγοριών που αποκαλούνται υποτιμητικά από τους άλλους «incels», δηλαδή «ακούσια αγ***τοι» και όπου οι ίδιοι, για την απόρριψη που αισθάνονται ότι εισπράττουν, θέτουν στο στόχαστρό τους ολόκληρο το γυναικείο φύλο.
Σε αυτό το σημείο ίσως αξίζει να ακούσουμε τη γενιά Ζ, την πρώτη που έχει μεγαλώσει μέσα στα social media και που πλέον, σύμφωνα με μια μεγάλη βρετανική έρευνα (The New Britain Project), τα θεωρεί «τοξικά, εθιστικά και επικίνδυνα» και δηλώνει την πρόθεσή της να κρατήσει τα δικά της παιδιά μακριά για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ήδη άλλωστε σε κάποιες χώρες έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται καθολικές απαγορεύσεις στη χρήση τους για ανηλίκους - όπως στην Αυστραλία, όπου απαγορεύτηκε σε παιδιά κάτω των 16 ετών. Παρόλο που αρχικά αυτή η απόφαση θεωρήθηκε από κάποιους ακραία μένει να δούμε, στην πάροδο του χρόνου, πόσο αποτελεσματική είναι.
Πιστεύω ότι το πιο συγκλονιστικό επεισόδιο είναι αυτό που παρουσιάζει τη συνάντηση του Jamie με την ψυχολόγο. Ένα επεισόδιο με πολλά επίπεδα ανάγνωσης, τα οποία θα συζητάμε για καιρό. Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι δεν χρειάζεται να περιμένουμε να συμβεί κάτι ακραίο στην οικογενειακή ζωή μας, όπως ένας θάνατος, ένα διαζύγιο ή ένα σοβαρό περιστατικό bullying, για να απευθυνθούμε στους ειδικούς. Ένας επαγγελματίας μπορεί να μας βοηθήσει να αναγνωρίσουμε και να αλλάξουμε συμπεριφορές με τις οποίες επηρεάζουμε αρνητικά, άθελά μας έστω, την ψυχική υγεία των παιδιών μας. Για παράδειγμα, τα πλήγματα στην αυτοεκτίμησή τους μπορεί να έρθουν ακόμα και από καθημερινά, φαινομενικά ασήμαντα γεγονότα, όπως η υποτιμητική αντίδραση ενός πατέρα στις χαμηλές αθλητικές επιδόσεις του γιου του, την οποία εκείνος όχι απλώς παρατηρεί αλλά μπορεί να κουβαλάει μέσα του για χρόνια.
Μια σκηνή που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ είναι εκείνη όπου ο πατέρας του Jamie μπαίνει μετά από καιρό στο άδειο πλέον δωμάτιό του γιου του, ο οποίος έχει μεταφερθεί σε αναμορφωτήριο, και ξεσπάει σε κλάματα συνειδητοποιώντας πόσο απών υπήρξε από τη ζωή του, καθώς δούλευε για ατελείωτες ώρες στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Φυσικά, ούτε αυτή η συμπεριφορά των γονιών του Jamie ούτε καμία άλλη τον οδήγησε από μόνη της στην εγκληματική πράξη – όπως λένε χαρακτηριστικά οι ίδιοι, με τον ίδιο τρόπο αλλά με διαφορετική έκβαση μεγάλωσαν και τη μεγαλύτερη αδερφή του. Αλλά το να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στα παιδιά μας, μόνο καλό μπορεί να τους κάνει, αν όχι να αλλάξει την πορεία της ζωής τους. Κάτι που δείχνει να αντιλαμβάνεται ο ντετέκτιβ της υπόθεσης από τις πρώτες ημέρες που την αναλαμβάνει, κάνοντας κάποιες επανορθωτικές κινήσεις με τον δικό του έφηβο γιο, ακόμα κι αν είναι κάτι τόσο απλό όσο το να κάνει ένα μεσημεριανό διάλειμμα από τη δουλειά του και να τον προσκαλέσει σε γεύμα.