Σε μια από τις πρώτες σχέσεις μου, σε ένα σύντομο ταξίδι με τον τότε σύντροφό μου, τον θυμάμαι να μου λέει -σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου- ότι η μητέρα του του είχε ετοιμάσει τη βαλίτσα. Να σημειωθεί εδώ ότι όταν συνέβη αυτό δεν ήταν οκτώ αλλά πάνω από δεκαοκτώ ετών. Το περιστατικό αποτυπώθηκε στη μνήμη μου και μεγαλώνοντας, όταν έγινα με τη σειρά μου μητέρα, υποσχέθηκα να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου ώστε να μην καταλήξω στα δεκαοκτώ-plus χρόνια του γιου μου να του ετοιμάζω τη βαλίτσα για να πάει διακοπές με το κορίτσι του.
Συζητώντας πρόσφατα με μια ψυχολόγο για τα βήματα ενός παιδιού προς την αυτονομία και πώς μπορούμε να το ενθαρρύνουμε ως γονείς, και συγκεκριμένα για τη δυσκολία του δικού μου να οργανώσει καθημερινά τα σχολικά πράγματά του (με αποτέλεσμα να ξεχνάει ακόμα και κάτι τόσο βασικό όσο η κασετίνα του), η ειδικός πρότεινε: Γιατί δεν τον αφήνετε στο επόμενο ταξίδι σας να ετοιμάσει μόνος τη βαλίτσα του;
Μου φάνηκε μια καλή ευκαιρία να γίνει πιο αυτόνομος, πιο υπεύθυνος μέσα από τις -ήπιες- συνέπειες των πράξεών του. Να αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι είναι πλέον αρκετά μεγάλος ώστε να μη βασίζεται στους γονείς του για τα πάντα. Όταν, πρόσφατα, είχε πάει να διανυκτερεύσει στη γιαγιά του, είχε ξεχάσει στο σπίτι μας ολόκληρο το σακίδιό του, με τις πιτζάμες, την οδοντόβουρτσά του και όλα τα σχετικά. Είχε απολογηθεί ως εξής: «Νόμιζα ότι θα το παίρνατε εσείς».
Ενόψει λοιπόν μιας τριήμερης οικογενειακής απόδρασης, του πρότεινα να ετοιμάσει εκείνος τη βαλίτσα του (ελπίζοντας πως, αυτή τη φορά, δεν θα την ξεχνούσε ολόκληρη). Του εξήγησα πού θα πηγαίναμε, για πόσες μέρες και τι θα κάναμε εκεί και τον συμβούλευσα, αν φοβόταν ότι θα ξεχνούσε κάτι, να γράψει πρώτα μια λίστα με τα απαραίτητα.
Αντέδρασε με ενθουσιασμό που του παραχωρούσαμε αυτή την πρωτοβουλία. Έτρεξε στο δωμάτιό του και μέσα σε μόλις πέντε λεπτά είχε επιστρέψει αναφωνώντας «έτοιμη η βαλίτσα!» (εννοείται, δεν είχε φτιάξει λίστα). Η ταχύτητά του με προβλημάτισε λίγο. Προσπάθησα να καθησυχάσω τον εαυτό μου με τη σκέψη: Ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί; Δεν τα κατάφερα όμως. Άρχισα να ρίχνω κλεφτές ματιές στην ανοιχτή ακόμα βαλίτσα, μέσα από την οποία διακρίνονταν ρούχα και εσώρουχα ατάκτως ερριμμένα – δεύτερο ανησυχητικό σημάδι.
Ήταν θέμα χρόνου να αρχίσω να τη σκαλίζω, για να διαπιστώσω ότι όλες μα όλες οι κάλτσες που είχε πάρει ήταν μονές. Ούτε στο First Dates τόσα αποτυχημένα ταιριάσματα. Και καθώς είχα ήδη παραβιάσει τη συμβουλή της ψυχολόγου, τις έβγαλα όλες έξω και του ζήτησα να τις αντικαταστήσει με ζευγάρια. Και μετά, το έβγαλα από το μυαλό μου: απλά κάποια στιγμή το επόμενο πρωί έκλεισα τη βαλίτσα και τη φόρτωσα στο πορτ μπαγκάζ.
Φτάνοντας στον προορισμό μας περάσαμε όλη την πρώτη ημέρα έξω. Επιστρέφοντας όμως το βράδυ στο δωμάτιο, όταν πήγε να αλλάξει κάλτσες, συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπήρχε ούτε ένα ζευγάρι στη βαλίτσα. Δεν είχε αντικαταστήσει ποτέ τις μονές που είχα βγάλει έξω.
Το αποτέλεσμα; Πέρασε ολόκληρο το τριήμερο με το ίδιο ζευγάρι κάλτσες. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ήθελα να τις κλείσω σε μια ziplock σακούλα και να τις πετάξω σε κλίβανο. Εκ των υστέρων όμως συνειδητοποιώ πως αυτή η συνέπεια οφειλόταν λιγότερο στη δική του αμέλεια και περισσότερο στη δική μου εμμονή για έλεγχο: αν δεν είχα παρέμβει και είχα ακολουθήσει πιστά τη συμβουλή της ψυχολόγου να τον αφήσω να κάνει τα δικά του, θα είχε βγάλει το τριήμερο με παράταιρες μεν, πεντακάθαρες δε κάλτσες.
Υστερόγραφο: Κατά τα άλλα η προετοιμασία της βαλίτσας του κρίθηκε, λίγο πολύ, επιτυχημένη. Και, το κυριότερο, δεν πέθανε κανένας. Επόμενο πρότζεκτ; Να ετοιμάσει τη μεγάλη βαλίτσα, των καλοκαιρινών διακοπών. Τότε θα ζήσουμε πραγματικά επικίνδυνα.