Ας ξεκινήσω εκφράζοντας την απογοήτευσή μου που το εκπαιδευτικό σύστημα έχει αλλάξει ελάχιστα από τότε που ήμουν παιδί: Τα παιδιά επιστρέφουν από το σχολείο και αντί να κάνουν ό,τι είναι γενετικά προγραμματισμένα ανάλογα και με την ηλικία τους, δηλαδή να παίζουν, να κοινωνικοποιούνται, να χαζεύουν το ταβάνι και να σκέφτονται, ουσιαστικά συνεχίζουν ό,τι ξεκίνησαν στην τάξη, να διαβάζουν, να λύνουν ασκήσεις, να αποστηθίζουν. Κι όλα αυτά μέχρι να έρθει η ώρα της, σχεδόν καθημερινής, εξωσχολικής δραστηριότητας - ωφέλιμης ή αναπόφευκτης.
Σε αυτή τη διαδικασία έχουμε μπει κι εμείς. Γιατί ενώ κάποτε ήλπιζα, ως εκ θαύματος, να εξελιχθούμε στην ιδανική, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, οικογένεια, με το γιο μου να ξεπετάει τη σχολική μελέτη του αποτελεσματικά και με προθυμία μέσα σε λίγη ώρα και να περνάει το υπόλοιπο απόγευμά του με ό,τι τού δίνει ευχαρίστηση, έχουμε καταλήξει να παίζουμε κλέφτες κι αστυνόμους, με τον Φίλιππο να κρύβεται σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο του σπιτιού προσπαθώντας να αποφύγει το homework και στον ρόλο του αστυνόμου, μαντέψτε ποιον.
Το αποκορύφωμα ήταν η ημέρα που επέστρεψε από το σχολείο έχοντας κάνει την πρώτη του επαφή με τη διαίρεση, που σε εκείνη τη φάση στο μυαλό του μάλλον έμοιαζε με την τελευταία θεωρία της κβαντικής φυσικής. Το γεγονός ότι άρχισε (αρχίσαμε) μελέτη αργά το απόγευμα, μετά από μια εξωσχολική δραστηριότητα, σίγουρα δεν βοήθησε τα ήδη δοκιμαζόμενα επίπεδα ενέργειας και συγκέντρωσής του ούτε τη δική μου υπομονή. Ενώ προσπαθούσα να του εξηγήσω τη διαίρεση στις οκτώ το βράδυ, άρχισε να πηγαίνει γύρω γύρω από το τραπέζι, να σκαλίζει τη σχολική τσάντα του, να τρέχει κάθε τριάντα δευτερόλεπτα στην τουαλέτα ή στην κουζίνα για ένα ακόμα σνακ, γενικά να κάνει οτιδήποτε μπορούσε για να μετατρέψει το σπιτικό μας μάθημα στο μαρτύριο της σταγόνας.
Όταν η σταγόνα ξεχείλισε το ποτήρι, του έβαλα τις φωνές, λέγοντάς του ότι αυτό ήταν, δεν ξανασηκώνεται από το τραπέζι, ούτε για τουαλέτα ούτε για φαγητό, μέχρι να τελειώσει όλα τα μαθήματά του. «Μαμά, μη μου φωνάζεις» απάντησε, και έβαλε τα κλάματα. Και μπορεί αυτό το κλάμα να ήταν, σε κάποιο βαθμό, χειριστικό, αλλά ξέρω ότι έκρυβε επίσης απέραντη κούραση, και απογοήτευση που δυσκολεύεται τόσο να καταλάβει τη διαίρεση. Τότε τρόμαξα, πραγματικά, με τον εαυτό μου.
Ναι, θέλω το παιδί μου να αποκτήσει όλες τις γνωστικές δεξιότητες που, καλώς ή κακώς, απαιτούνται για να βγάλει το δημοτικό και μετά το γυμνάσιο και το λύκειο. Θέλω, κυρίως, να αναπτύξει αρκετή αυτοπεποίθηση και αυτοέλεγχο ώστε να κυνηγάει τα όνειρά του και να μην τα παρατάει με την πρώτη δυσκολία. Μήπως όμως, μερικές φορές, ζητάω πάρα πολλά; Ή τα ζητάω με λάθος τρόπο; Ή τα ζητάω πολύ νωρίς;
Συζητώντας με τη δασκάλα του, επιβεβαίωσε ότι όσο περνούν τα χρόνια, η ύλη αρχίζει να διδάσκεται σε όλο και μικρότερες τάξεις. Και να τα κέντρα μελέτης, να η ενισχυτική διδασκαλία και οι συνεδρίες με ειδικούς (που σε πολλές περιπτώσεις δεν αμφιβάλλω ότι είναι εξαιρετικά ωφέλιμες, ειδικά για παιδιά με μαθησιακές/ψυχοκοινωνικές δυσκολίες). Να γονείς γεμάτοι νεύρα, κούραση, τύψεις και παιδιά εξουθενωμένα και στερημένα από πολλές χαρές.
Ακόμα και αν δεν είναι στο χέρι μου να αλλάξω το σύστημα, τουλάχιστον την επόμενη φορά θα προσπαθήσω να μην του βάλω τις φωνές.