Περνούν οι μέρες και όσο μαθαίνουμε τις ιστορίες των παιδιών που χάθηκαν είναι ακόμα πιο δύσκολο, έως αδύνατο, να διαχειριστούμε το πένθος. Γιατί μπορεί να μην ήταν δικά μας παιδιά, ήταν όμως παιδιά. Που είχαν μια μαμά και έναν μπαμπά.
Και θα είχαν μια καθημερινότητα όπως η δική μας. Ξύπνημα, κουβέντες, δουλειά, σχολείο ή πανεπιστήμιο, βόλτες, τσακωμούς, αγκαλιές, φαγητό και πάλι ύπνος. Και ποιος γονιός μπορούσε να φανταστεί πως το τηλεφώνημα εκείνο το απόγευμα πριν το παιδί του επιβιβαστεί στο τρένο ήταν και η τελευταία φορά που θα του μιλούσε.
Τα λόγια στερεύουν.
Τα μάτια είναι κόκκινα από το κλάμα.
Και μετά βλέπεις το δικό σου παιδί και το αγκαλιάζεις. Και την ώρα που το σφίγγεις και κλείνεις τα μάτια σου γιατί νιώθεις ΕΥΛΟΓΙΑ που κανείς δεν πήρε το δικό σου παιδί, αισθάνεσαι αφόρητες, ασήκωτες τύψεις προς εκείνες τις μάνες.
Τις μάνες που έχασαν το παιδί τους.
Τις μάνες που δεν θα αγκαλιάσουν ξανά το παιδί τους.
Τις μάνες που δεν θα ζήσουν όσα θα ζήσεις εσύ.
Σκέφτεσαι την τύχη, την ευλογία ή εναλλακτικά την κατάρα της στιγμής. Μέσα σου ξέρεις πως θα μπορούσε να είναι το δικό σου παιδί.

Και λες «ευχαριστώ Θεέ μου» και το σφίγγεις παραπάνω στην αγκαλιά σου.
Αλλά μετά θρηνείς κι εσύ.
Γιατί αυτά τα παιδιά είχαν μαμά. Και μπαμπά. Και θα μπορούσες να είσαι εσύ στη θέση αυτών των γονιών που σήμερα έστειλαν στεφάνι στην εκκλησία που έλεγε «Για την κόρη μας. Οι γονείς σου».
Ξεκινάς πάλι να κλαις. Είναι ασήκωτο και είναι πέρα από κάθε λογική.
Εύχεσαι με όλη σου την καρδιά αυτή να ήταν η τελευταία φορά που χάνονται παιδιά.
Ξέρεις πως η ευχή σου είναι ουτοπική αλλά επιμένεις.
ΝΑ ΜΗΝ ΞΑΝΑΧΑΘΟΥΝ ΠΑΙΔΙΑ.