Όταν μάς ανακοινώθηκε στο γραφείο ότι θα συνεχίζαμε με εξ αποστάσεως εργασία, το πρώτο συναίσθημα ήταν η ανακούφιση, γιατί πλέον θα ήμουν λιγότερο εκτεθειμένη στον κίνδυνο της πανδημίας. Ακολούθησε μια μικρή χαρά, με τη συνειδητοποίηση ότι θα εξοικονομούσα χρόνο από τις καθημερινές μετακινήσεις στο γραφείο. Και μετά ήρθε η πραγματικότητα για να επιβεβαιώσει, για ακόμα μία φορά, ότι συχνά απέχει έτη φωτός από τις προσδοκίες μας.
Γιατί από τότε που άρχισα να εργάζομαι στο σπίτι, αντί να εξασφαλίσω περισσότερο ελεύθερο χρόνο ένιωσα ότι πολλαπλασιάστηκαν οι ώρες δουλειάς. Το φαινομενικά παράδοξο αυτό εφέ είναι, καταρχήν, ψυχολογικό. Καθισμένη μπροστά σε έναν υπολογιστή, αν και συνεχίζω να κάνω τη δουλειά που ανέκαθεν αγαπούσα (μεγάλο προνόμιο, οφείλω να το αναγνωρίσω), νιώθω σαν να παίζω στη Μέρα της Μαρμότας και την Έκτη Αίσθηση ταυτόχρονα.
Αφενός, κλεισμένη στο σπίτι οι μέρες κυλούν πανομοιότυπα, σαν φωτοτυπίες σε μηχάνημα. Αφετέρου, καθώς έχω ζητήσει από την οικογένειά μου να «κάνει σαν να μην είμαι εκεί» στη διάρκεια του ωραρίου εργασίας μου, καθώς τη βλέπω, πράγματι, να κάνει σαν να μην είμαι εκεί αισθάνομαι σαν φάντασμα, σαν τον Μπρους Γουίλις στην ταινία των ‘90s με την εμβληματική ατάκα του αγοριού «I see dead people» (όπου dead people, η εργαζόμενη μαμά μπροστά στον υπολογιστή).
Κάπως έτσι, αισθάνομαι ότι το ωράριο εργασίας μου έχει απλωθεί και τεντωθεί, σαν τη ζύμη που δουλεύουν αυτές τις μέρες πολλές φίλες μαμάδες σε ειδική άδεια, για να ανεβάσουν αργότερα φρεσκοψημένα ψωμάκια στο Instagram.
Όμως ο πολλαπλασιασμός των ωρών δουλειάς δεν είναι μόνο ένα παιχνίδι του μυαλού: είναι γεγονός. Οι ρυθμοί παραγωγής έχουν πέσει δραματικά, με αποτέλεσμα να κάνω σχεδόν διπλάσιο χρόνο να βγάλω την ίδια δουλειά. Και γιατί το υπερφορτωμένο Ίντερνετ του σπιτιού σέρνεται και επειδή οι αντιπερισπασμοί είναι καταιγιστικοί, από μηνύματα φίλων και συναδέλφων που σκάνε κατά ριπάς και από τους ήχους και τις εικόνες της οικογενειακής ζωής που εκτυλίσσεται στο παράλληλο σύμπαν του υπόλοιπου σπιτιού.
Παρ’ όλα αυτά παραμένω πιο τυχερή από άλλους εργαζόμενους από το σπίτι, οι οποίοι μού εξομολογούνται ότι οι εργοδότες τους, θεωρώντας πλέον δεδομένο ότι είναι διαθέσιμοι 24 ώρες το 24ωρο, τους βομβαρδίζουν με μηνύματα και αιτήματα σε οποιαδήποτε πιθανή και απίθανη στιγμή της ημέρας.
Στο τέλος κάθε εργαζόμενης Μέρας της Μαρμότας, έρχεται ο γιος μου με ανικανοποίητη επιθυμία για παιχνίδι, για να με βρει στον καναπέ ετοιμόρροπη από την εξάντληση, σαν να έτρεξα έναν ακόμη Μαραθώνιο. Τότε, κάποιες φορές, η λαχτάρα του για παρέα δίνει τη θέση της στην απογοήτευση και τον εκρηκτικό θυμό, που μάλλον συσσώρευε σιωπηρά μέσα του, όλη μέρα κλεισμένος στο σπίτι κι αυτός, να βλέπει τη μαμά-φάντασμα καθηλωμένη σε έναν υπολογιστή. Εκείνες οι στιγμές γίνονται ένα με τον φόβο της πανδημίας και ξαφνικά, η επόμενη μέρα μετά το τέλος της καραντίνας, όσες προκλήσεις κι αν επιφυλάσσει, φαντάζει σαν μία συναρπαστική βόλτα στο λούνα παρκ.
Από τη Γωγώ Καρκάνη