Όταν ενώ νομίζουμε ότι υπερασπιζόμαστε τα παιδιά μας, τα καταστρέφουμε

Γεωργία Καρκάνη
Wed, 20/01/2021 - 16:54

Θα μπορούσε να είναι σκηνή από αμερικανική ταινία, όπου συμμορίες επιτίθενται σε ανυπεράσπιστους περαστικούς, αλλά είναι ένα αληθινό γεγονός που εκτυλίχθηκε σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι μας. Δύο ανήλικα αγόρια, 15 και 17 ετών, να δέρνουν ανελέητα έναν σταθμάρχη που, ακόμα και έριξε λάδι στη φωτιά του θυμού τους, δεν άξιζε σε καμία περίπτωση τον άγριο ξυλοδαρμό που θα μπορούσε να του κοστίσει ακόμα και τη ζωή.

Και μετά η μάνα, αντί να κρυφτεί από τις κάμερες ή έστω να εκμεταλλευτεί τη δημοσιότητα του θέματος αποκλειστικά για να ζητήσει μια ειλικρινή, ταπεινή συγγνώμη, κατηγορεί τον σταθμάρχη και εκείνον που τράβηξε το βίντεο και το δημοσιοποίησε – οποιονδήποτε, εκτός από τα παιδιά της. Μια οικογένεια που ανάμεσα στα κριτήρια της καθωσπρέπειάς της επικαλείται το Proficiency, λες και τα διπλώματα πιστοποιούν πολύ περισσότερα από μια τυπική κατάρτιση: αρετές όπως ο αυτοέλεγχος, η νηφαλιότητα, ο σεβασμός.

«Αυτός ο τύπος μάνας είναι η καθημερινότητα έξω από τα σχολεία» ήταν ένα από τα σχόλια στα social media. Μπορεί οι γενικεύσεις να είναι απλοϊκές, αλλά μαρτυρίες εκπαιδευτικών επιβεβαιώνουν ότι οι γονείς που υπερασπίζονται τυφλά τα παιδιά τους, που δεν γνωρίζουν τι θα πει αυτοκριτική, που ερμηνεύουν οποιαδήποτε παρατήρηση σαν προσωπική επίθεση και όχι σαν τη συμβουλή ενός ειδικού για να προλάβουν ή να διορθώσουν ένα πρόβλημα, είναι μάστιγα. Είναι οι γονείς που οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν δίπλα τους, αλλά απέναντί τους. Είναι οι άνθρωποι για τους οποίους πάντα «φταίτε κι εσείς, φταίνε κι άλλοι, φταίει κι ο Χατζηπετρής» αλλά ποτέ εμείς, για να παραφράσουμε ελαφρώς τους στίχους του Λουκιανού Κηλαηδόνη.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα τηλεφώνημα, πριν από λίγα χρόνια, από τον παιδικό σταθμό του γιου μου. Η τρεμάμενη φωνή της βρεφονηπιοκόμου με έκανε, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, να πλάσω στο μυαλό μου εφιαλτικές εικόνες, με το νήπιό μου να κείτεται αιμόφυρτο και αναίσθητο στο προαύλιο, προτού μου εξηγήσει ότι είχε απλώς χτυπήσει λίγο το κεφάλι του, είχε ματώσει και καλό θα ήταν να τον δει ένας γιατρός μήπως χρειαστεί κάποιο ράμμα, αλλά δεν φαινόταν να είναι κάτι σοβαρό (δεν ήταν).

Συζητώντας το γεγονός αργότερα με μια άλλη βρεφονηπιοκόμο, φίλη, εκείνη απέδωσε την τρεμάμενη φωνή της συναδέλφου της στην αμυντική στάση που είχε κρατήσει, προκαταβολικά, απέναντί μου, από φόβο μήπως ξεσπάσω πάνω της γιατί «δεν είχαν προσέξει αρκετά το παιδί μου». Τέτοια περιστατικά, μου εξήγησε, δεν σπανίζουν στους παιδικούς σταθμούς, με τους εκπαιδευτικούς να αναγκάζονται συχνά να απολογηθούν ακόμα και για τα πιο ασήμαντα, επειδή για παράδειγμα παρέδωσαν το νήπιο με μια μικρή γρατζουνιά στο μάγουλο – μέσα από μια τάξη όπου αγωνίστηκαν να βάλουν τα στοιχειώδη όρια, ώστε τα μικρά θηριάκια να βγουν τουλάχιστον ζωντανά.

Μεγαλώνοντας, μεγαλώνουν και τα προβλήματα, ιδιαίτερα όταν μπαίνει στην εξίσωση και η διδακτέα ύλη. Φίλη δασκάλα που καλείτο να βοηθήσει στη μελέτη ακόμα και παιδιά με σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες –τις οποίες οι γονείς αρνούνταν να αναγνωρίσουν ως τέτοιες– για μια περίοδο επέστρεφε πονοκεφαλιασμένη από τη δουλειά καθώς λάμβανε, συστηματικά, παρατηρήσεις σε κεφαλαία γράμματα, σαν αγανακτισμένες αναρτήσεις στο Facebook, από τη μαμά ενός μαθητή που την κατηγορούσε ότι, ουσιαστικά, δεν έκανε καλά τη δουλειά της.

Κάπως έτσι οι εκπαιδευτικοί και άλλα πρόσωπα σε ρόλους καίριους, όπως ο παιδίατρος ή ένας σταθμάρχης του μετρό, χάνουν το κύρος τους στα μάτια των γονιών και, κατά συνέπεια, των παιδιών και μετατρέπονται σε σάκους του μποξ όπου οι οικογένειες εκτονώνουν τα εσωτερικά τους προβλήματα.

Κάπως έτσι τα μικρά θηριάκια, που έχουν εκπαιδευτεί από μαμάδες και μπαμπάδες οι οποίοι δείχνουν τα δόντια τους σε οποιονδήποτε τολμήσει να ασκήσει κριτική, εξελίσσονται σε εφήβους και κατόπιν σε ενήλικες που δεν αναλαμβάνουν ποτέ τις ευθύνες τους, που βρίσκονται σε μόνιμη αναζήτηση εξιλαστήριου θύματος, που χωρίς να έχουν διδαχθεί ποτέ τι σημαίνει ενδοσκόπηση, κάνουν ό,τι έχουν μάθει καλύτερα: κατά μέτωπο επίθεση. Σε νταήδες, που προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις ανεπάρκειές τους επιδεικνύοντας τη δύναμή τους ως επιβάτες στο μετρό, ως «τσαμπουκαλήδες» οδηγοί, ως κακοποιητικοί εργοδότες, ως προπονητές που προπονούν διά της σωματικής και ψυχολογικής βίας.

Κάπως έτσι, ενώ εμείς νομίζουμε ότι υπερασπιζόμαστε τα παιδιά μας, στην πραγματικότητα τα οδηγούμε στην καταστροφή. Ανατρέφουμε μελλοντικούς πολίτες που αργότερα κανένας δεν θα θέλει να συναντήσει στο δρόμο του.