Τουβλάκια, κομμάτια από ξεμονταρισμένα παιχνίδια, σχοινιά, άδειες συσκευασίες τα συνδυάζει με αλλόκοτους, ευφάνταστους τρόπους και τα μετατρέπει σε κάστρα, όπλα, διαστημόπλοια, ρομπότ και διάφορες εφευρέσεις απροσδιόριστης χρησιμότητας αλλά εξωτικής εμφάνισης. Όσο κι αν έχουν αλλάξει οι αγαπημένες του δραστηριότητες από τη βρεφική ηλικία μέχρι σήμερα, ο ενθουσιασμός του να δημιουργεί «μηχανήματα» και «κτίρια», και μετά να μας τα επιδεικνύει με μεγάλο καμάρι, παραμένει αμείωτος.
Όταν γεννήθηκε, αστειευόμασταν με τον μπαμπά του ότι με δυο γονείς με κλίση στην ανάγνωση και τη γραφή – αν και ο μπαμπάς διαθέτει επίσης κάποιες πρακτικές δεξιότητες που η μαμά στερείται παντελώς – ο Φίλιππος, ως ένα εκρηκτικό μείγμα των γονιδίων μας που θα γεννούσε νέες, σχεδόν θαυματουργές χημικές ενώσεις, θα εξελισσόταν εξ απαλών ονύχων σε Τσέχοφ, Σέξπιρ ή, τουλάχιστον, Κούντερα. Όταν λοιπόν έδειξε ξεκάθαρη προτίμηση στα γρανάζια και όχι στα γράμματα, ένιωσα μια μικρή απογοήτευση στη σκέψη ότι μπορεί τελικά και να μην ήταν μια δική μας (ή τουλάχιστον δική μου) εξελιγμένη βερσιόν.
Υποψιάζομαι ότι δεν είμαστε οι μόνοι γονείς που όταν βλέπουμε το μικρό μας παιδί να καταπιάνεται, π.χ., με τις πλαστελίνες, τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού ή τη μαγειρική αστειευόμαστε ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει «γλύπτης», «γιατρός» ή «σεφ». Εκ των υστέρων όμως, βασισμένη τουλάχιστον σε ανεκδοτολογικές αναφορές, σκέφτομαι ότι ίσως κάποιες από αυτές τις «προβλέψεις» που κάνουμε για τα παιδιά μας να έχουν βάση. Ας πούμε, κάθε φορά που και ο μπαμπάς του Φίλιππου και εγώ ανατρέχουμε στις αναμνήσεις της δικής μας παιδικής ηλικίας, κυριαρχεί σε αυτές το πάθος που είχαμε για τα βιβλία, το οποίο δεν υποχώρησε ούτε μετά την ενηλικίωσή μας. Προσωπικά επίσης ως παιδί είχα μια σχεδόν εμμονική αγάπη για το storytelling, σκαρώνοντας ιστορίες με τα Playmobil μου, την οποία μεγαλώνοντας συνέχισα να υπηρετώ, κατά κάποιο τρόπο, μέσα από τη δουλειά μου.
Ο Φίλιππος, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, ακολουθεί εντελώς διαφορετικά μονοπάτια. Στο παιχνίδι του βλέπω μια εικόνα από το μέλλον του κι αυτό είναι απ’ τη μια συγκινητικό: Απολαμβάνω να φαντάζομαι τον άνθρωπο στον οποίο θα εξελιχθεί μεγαλώνοντας - ειδικά από τη στιγμή που δεν μπορώ να είμαι 100% σίγουρη ότι θα είμαι εκεί για να το ζήσω, αν και το εύχομαι μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Απ’ την άλλη, αποτελεί ένα πλήγμα στον εγωκεντρισμό μου η συνειδητοποίηση ότι ο γιος μου δεν είναι τελικά κλώνος μου, αλλά μια ξεχωριστή οντότητα με τις δικές της κλίσεις και ενδιαφέροντα.
Ωστόσο το παιχνίδι των παιδιών μας μπορεί να γίνει μια ευκαιρία για να αρχίσουμε να συμφιλιωνόμαστε με την ιδέα ότι μεγαλώνοντας δεν πρόκειται να εκπληρώσουν όλες τις προσδοκίες που τρέφουμε, συνειδητά ή μη, απέναντί τους. Ενώ δεν σταματάμε, μέσα από αυτό το παιχνίδι, να τους προσφέρουμε ασφάλεια, αγάπη και ερεθίσματα, μπορούμε παράλληλα να αναγνωρίσουμε τα ταλέντα, τα ενδιαφέροντά τους, να τα αποδεχτούμε και να τα ενθαρρύνουμε να τα αναπτύξουν.
Το παιχνίδι των παιδιών μας μπορεί, κυρίως, να γίνει μια ευκαιρία να θαυμάσουμε τη μοναδικότητα των πλασμάτων που δημιουργήσαμε. Δεν έχει καμιά σημασία αν δεν παίζουν στα δάχτυλα τις λέξεις, όπως ελπίζαμε κάποτε: ίσως έχουν ήδη κατακτήσει βιωματικά βασικούς κανόνες της μηχανικής που εμείς, τριάντα και σαράντα χρόνια μετά, ακόμα δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε.