Η Eadie, ένα μοναχοπαίδι που ζει στην πανδημία από τα δύο χρόνια της, αποφεύγει τα άλλα παιδιά και προτιμάει το μοναχικό παιχνίδι και τη συντροφιά των ενηλίκων. Τα παιδιά της Emily Knight και του συζύγου της, από τα οποία το ένα ήταν βρέφος και το δεύτερο νήπιο όταν ο νέος κορωνοϊός άρχισε να σαρώνει τον πλανήτη, αντιδρούν άσχημα όποτε βρίσκονται ανάμεσα σε μεγάλο πλήθος. Κι αυτές είναι μόνο δύο από τις περιπτώσεις οικογενειών που έχουν βιώσει, και συνεχίζουν να βιώνουν, τις επιπτώσεις του lockdown στα νεότερα μέλη τους. Μάλιστα οι Βρετανοί γονείς, σύμφωνα με νέο άρθρο του «Guardian», πλέον ανησυχούν λιγότερο για τον ίδιο τον ιό και περισσότερο για τις συνέπειες των περιορισμών του στην ανάπτυξη των παιδιών, ιδιαίτερα στις γλωσσικές και κοινωνικές δεξιότητές τους.
Και οι Βρετανοί γονείς αναμφίβολα δεν είναι οι μόνοι που ανησυχούν. Πρόσφατα, όταν ξεκινήσαμε με τον γιο μου μια μίνι περιοδεία σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας και ειδικούς παιδαγωγούς για να αντιμετωπίσουμε κάποιες μαθησιακές δυσκολίες, όλοι μού έλεγαν ότι θα ήταν δύσκολο να προχωρήσουν σε μια διάγνωση, καθώς τα προβλήματά του, κάτω από τις νέες συνθήκες της πανδημίας, είναι ιδιαίτερα συνηθισμένα ανάμεσα στους συνομηλίκους του.
Τα παραπάνω, βέβαια, για την ώρα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ανεκδοτολογικές αναφορές. Έτσι, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης άρχισε μια μακροχρόνια μελέτη για να εξετάσει αν οι υγειονομικοί περιορισμοί έχουν επιπτώσεις μαζικής κλίμακας στα παιδιά της COVID. Και, κυρίως, αν αυτές οι επιπτώσεις είναι αναστρέψιμες ή αν η πανδημία θα αφήσει το αποτύπωμά της στη γενιά των σημερινών μωρών και νηπίων.
Δεκαοκτώ μήνες μετά την έναρξη της μελέτης, η οποία ονομάζεται Babylab, διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά που φοίτησαν σε παιδικούς σταθμούς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τα συνομήλικά τους παρουσιάζουν πιο αναπτυγμένες γλωσσικές δεξιότητες, σημειώνοντας έως και διπλάσια σκορ στα σχετικά τεστ.
Μέχρι την άνοιξη του 2022 αναμένονται νέα ευρήματα από την Babylab, ωστόσο μια από τους επικεφαλής ερευνητές της, η ψυχολόγος Alexandra Hendry, εμφανίζεται αισιόδοξη. Σε γενικές γραμμές, σχολιάζει στη βρετανική εφημερίδα ότι τα παιδιά κερδίζουν το χαμένο έδαφος μόλις επιστρέφουν σε ό,τι θεωρούμε, οι μεγαλύτεροι, κανονικότητα, δηλαδή στο σχολείο και στην ανθρώπινη επαφή: «Δεν ισχύει ότι αν τα παιδιά δεν κατακτήσουν ένα συγκεκριμένο στάδιο σε μια δεδομένη ηλικία μετά είναι υπερβολικά αργά. [Τα αναπτυξιακά στάδια] δεν είναι μια πόρτα που κλείνει. Ποτέ δεν είναι πολύ αργά να εκθέσουμε το παιδί μας στις εμπειρίες που παίρνει από την προσχολική αγωγή και φροντίδα». Όπως προσθέτει, η τάση του ανθρώπου προς την κοινωνικότητα είναι ένα «από τα πιο ανθεκτικά και ευέλικτα» ένστικτα που έχουν τα μικρά παιδιά.
Η μαρτυρία μιας εκπαιδευτικού προσχολικής αγωγής επιβεβαιώνει στην πράξη τα λεγόμενα της ψυχολόγου. Όπως παρατήρησε η Stephanie Dorling, όταν επέστρεψαν οι μικροί μαθητές στον παιδικό σταθμό όπου εργάζεται, στην αρχή εκδήλωναν άγχος και τάση για απομόνωση, αλλά πλέον οι περισσότεροι, αν και μπορεί να είναι κάπως ντροπαλοί, είναι απόλυτα ικανοί να συμμετάσχουν σε μια ομαδική δραστηριότητα. «Τα παιδιά είναι πιο ευέλικτα από όσο νομίζουμε», καταλήγει η Dorling.
Μάλιστα η Hendry επισημαίνει ότι από κάποιες απόψεις, η πανδημία ωφέλησε τις οικογένειες, προσφέροντας σε πολλούς γονείς άπλετο ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή τους. Έτσι, κάποια από αυτά παρουσίασαν εντυπωσιακή εξέλιξη στις γλωσσικές ικανότητές τους και ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένα που είχαν τη μαμά και τον μπαμπά στο σπίτι όλη μέρα.
Τελικά, η ψυχολόγος πιστεύει πως το κλειδί του πώς επηρέασε η πανδημία κάθε παιδί βρίσκεται στο πώς διαχειρίστηκαν την εμπειρία οι γονείς του. Όσοι αντέδρασαν με άγχος, είτε από το φόβο της αρρώστιας είτε εξαιτίας κάποιας οικονομικής δυσκολίας, το μετέφεραν και στα παιδιά τους. Ενώ όσοι ήταν εκ των πραγμάτων πιο ευνοημένοι, π.χ. επαγγελματικά και οικονομικά, ή έστω πιο ψύχραιμοι, δημιούργησαν αυτή την περίοδο και όμορφες αναμνήσεις για όλη την οικογένεια.