«Χόρεψε σαν να μη σε βλέπει κανείς» λέει το γνωστό quote (Dance like nobody is watching), κάτι που εγώ μπορώ να πετύχω μόνο αν έχω πιει δύο ποτήρια –κατά προτίμηση, κόκκινο– κρασί. Και, όσες φορές το έχω πετύχει, θα πρέπει εδώ να ομολογήσω πως είναι ό,τι πιο λυτρωτικό, απελευθερωτικό και υπέροχο έχω κάνει στη ζωή μου.
Και «ζήσε τη ζωή σου σαν να μην υπάρχει αύριο» λέει ένα άλλο ρητό, που αισθάνομαι πως κανένας στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν πέτυχε (τουλάχιστον ακόμη). Συνήθως, νομίζουμε ότι παίρνουμε τέτοιες αποφάσεις όταν συμβεί κάτι κακό σε κάποιον δικό μας άνθρωπο, όταν περιμένουμε μια εξέταση που τελικά βγαίνει καλή ή όταν αισθανόμαστε απερίγραπτα ζωντανοί φεύγοντας από μια κηδεία.
Γιατί όμως δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε αυτές τις τόσο ουσιώδεις συμβουλές στην καθημερινότητά μας; Γιατί πρέπει πάντα να νιώθουμε ότι κάποιος μας κοιτάει ή ότι έχουμε άπειρο χρόνο μπροστά μας ώστε σήμερα να έχουμε κάθε δικαίωμα να γκρινιάξουμε, να μη δούμε τον ήλιο που ανατέλλει, να μη μυρίσουμε τη μωρουδίλα στο κεφαλάκι του μωρού μας, να μη σφιχταγκαλιάσουμε τα παιδιά μας.
Πριν έρθει στη ζωή μας η μπέμπα έλεγα στις φίλες μου πως θα ήθελα όσο τίποτα ένα τρίτο μωρό. Είχαν γλιστρήσει από τα χέρια μου οι μωρουδιακές στιγμές των άλλων μου παιδιών και, κάθε φορά που έβλεπα το μωράκι κάποιας φίλης μου, ορμούσα πάνω για να κλέψω λίγη από αυτήν τη μαγεία των newborns, που, όταν την έχεις, κυρίως λόγω κούρασης και άγχους, δεν καταφέρνεις να τη χορτάσεις. Το λαχταρούσα σχεδόν κάθε μέρα και προσευχόμουν για αυτό. Λες και δεν ήμουν ευτυχισμένη ή, ακόμα χειρότερα, λες και δεν ήμουν ευγνώμων με τα δύο παιδιά που είχα. Και ένα απόγευμα του Νοεμβρίου, βγαίνοντας από το ντους, έλαβα ένα email από το διαγνωστικό κέντρο με το αποτέλεσμα της β-χοριακής, 1500… Κάπως έτσι ξεκίνησε για εμένα –για τρίτη φορά– αυτό το μαγικό ταξίδι της μητρότητας. Η μπεμπούλα γεννήθηκε τον Ιούλιο και, όπως συνέβη και με τα άλλα δύο μου παιδιά, κάπου εκεί στις τρεις εβδομάδες κι ενώ τη θήλαζα, έκανα «τη σκέψη».
«Αχ, πότε θα περάσει ο καιρός να μεγαλώσει κι αυτή, ώστε να μπορούμε να κάνουμε πράγματα μαζί. Να της δείξω τον κόσμο, να μπορεί να αναγνωρίζει και να χαμογελάει στα αδέρφια της, να κάνει νάζια, να παίζουμε, να γελάμε, να επικοινωνούμε». Αυτό που επιθυμούσα πριν, το είχα πλέον στα χέρια μου, όμως, ξανά, έπιασα τον εαυτό μου να επιθυμεί κάτι άλλο. Αν έπρεπε να βάλω σε μια φράση αυτό που αισθανόμαστε και συζητάμε μεταξύ μας οι μαμάδες, είναι πως... Όταν τα έχουμε μωρά, θέλουμε να μεγαλώσουν, και όταν είναι μεγάλα, λαχταράμε τα μωρά.
Αλήθεια, τι σουρεάλ μαμαδίστικες επιθυμίες είναι αυτές που διατρέχουν το μυαλό μας και γιατί μπερδευόμαστε τόσο; Γιατί κοιτάμε τόσο συχνά τις φωτογραφίες των παιδιών μας όταν ήταν μωρά και μελαγχολούμε που περνάει τόσο γρήγορα ο χρόνος; Ο χρόνος δεν περνάει γρήγορα, απλώς εμείς δεν ζούμε το παρόν για να τον απολαύσουμε. Κοιτάμε μπροστά και πίσω, και χάνουμε την ουσία.
Πήρα αγκαλιά τη μικρή. Για πρώτη φορά σταμάτησα συνειδητά να εύχομαι το οτιδήποτε, πέρα από το να ζήσω το εδώ και τώρα. Να ρουφήξω τη μωρουδίλα της, να ζήσω τις στιγμές κοντά της, να της φιλήσω τα βελούδινα μαγουλάκια και να αποκοιμηθώ σε απόσταση αναπνοής από τα ζουμερά χειλάκια της, που πλέον μου δημιουργούν εθισμό.
Στο δωμάτιο μπήκαν τα άλλα δύο μου παιδιά. Όρμησαν να φιλήσουν την μπέμπα, όπως κάνουν ασταμάτητα, και εκείνο το δευτερόλεπτο πάγωσα για λίγο τον χρόνο. Σκέφτηκα πως δεν θέλω ούτε να μεγαλώσουν ούτε να είναι ξανά μωρά. Θέλω μόνο αυτό που βλέπω. Αυτό που ζω. Αυτό που έχω την ευλογία να έχω στο σπίτι μου. Το εδώ και τώρα. Το πριν και το μετά έπαψαν να με αφορούν. Άλλωστε, πώς θα μπορούσα να βρεθώ σε κάτι από τα δύο;
Θα κρατήσω άραγε αυτήν τη στάση ζωής; Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, όμως υπόσχομαι να προσπαθήσω.
Ευγνωμοσύνη για το τώρα.
Ευγνωμοσύνη για όσα έχουμε.
Ευγνωμοσύνη και για εκείνα που δεν έχουμε.
Το τώρα να ζούμε, κορίτσια, αυτό που μας συμβαίνει και ας αφήσουμε το πριν εκεί που είναι. Και το μετά ας έρθει όταν είναι η ώρα του.
Διαβάστε αυτό και πολλά ακόμα άρθρα στο νέο, φθινοπωρινό τεύχος του BOOM που μπορείτε να διαβάσετε online πατώντας το εξώφυλλο!